“…I sometimes feel that I’m impersonating the dark unconscious of the whole human race. I know this sounds sick, but I love it…”, έχοντας στο μυαλό μου τα λόγια του Vincent Price μετά από πολλές ημέρες αναμονής επιτέλους θα απολάμβανα live στο θρυλικό An Club την μπάντα που έχει προκαλέσει φρενίτιδα όχι μόνο σε εμένα αλλά και στο μεγαλύτερο ποσοστό των fans της psychedelic doom μουσικής σκηνής, σε λιγότερο από ένα χρόνο!
Ανταπόκριση: Silvia Eos / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες φωτογραφίες εδώ)
Έχοντας ήδη προετοιμαστεί για μια βραδιά γεμάτη vintage πνεύμα και ψυχικό “τρόμο” λίγο πριν τις 22:00 μ.μ. οι This is Nowhere ξεκίνησαν και με αρκετή προσπάθεια σιγά σιγά κατάφεραν να ανεβάσουν “τα ντεσιμπέλ”. Η πρώτη σκέψη που συνήθως έρχεται στο μυαλό ενός ακροατή σε μια συναυλία είναι ο παραλληλισμός της μπάντας που παίζει εκείνη την στιγμή με κάποια πολύ πιο γνωστή – ίσως και για να μπορέσει να καταλάβει καλύτερα την μουσική τους. Οι This is Nowhere, πραγματικά, μπόρεσαν να δημιουργήσουν κάτι καθαρά δικό τους με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να τους παραλληλίσω με καμία μπάντα, που να ξέρω τουλάχιστον. Κάπου “χαμένοι” σε “Time Travelling Blues” και κάποιου είδους experimental and desert rock, μπόρεσαν με μια σχετικά αργή μουσική κλιμάκωση να μας βάλουν σε ένα κλίμα διαφορετικό απ’ ότι περίμενα για την συγκεκριμένη νύχτα. Παρ’ όλα αυτά προς το τέλος της βραδιάς αντιλήφθηκα μια ενδιαφέρουσα αλλαγή σε ένα κομμάτι τους, το οποίο είχε μια άλλη προοπτική και μάλλον αποσκοπούσε σε κάτι διαφορετικό απ’ ότι είχε παίξει η μπάντα μέχρι στιγμής, καθώς θύμιζε πολύ κάτι ανάμεσα σε Brant Bjork και swing – πετυχημένος συνδυασμός. Επιπλέον κάτι το οποίο επίσης παρατήρησα και νομίζω, ότι όσοι το είδαν θα τους κίνησε εξίσου πολύ το ενδιαφέρον: είναι η παράδοξη μεταποίηση του μπάσου ενός εκ των μελών της μπάντας. Με μια ιδιαίτερη “πατέντα” το συγκεκριμένο όργανο, προσέθετε πολύ ιδιαίτερο ήχο στις μελωδίες της μπάντας ξεχωρίζοντας ακόμα περισσότερο από τους άλλους τον ρόλο του.
Στην ίδια γραμμή έντασης, οι This is Nowhere μας άφησαν και η αναμονή για τους Uncle Acid & The Deadbeats εμπλουτίστηκε με ένα ιδιαίτερο ρεπερτόριο το οποίο περιείχε από AC/DC μέχρι ινδική παραδοσιακή μουσική. Παράδοξο; Όχι. Ήταν η βραδιά των Uncle Acid.
Ξαφνικά τα φώτα χαμήλωσαν και σε όλο το An Club ήχησε ένα μικρό horror intro… Είχε έρθει επιτέλους η ώρα οι Άγγλοι Uncle Acid & The Deadbeats να σύρουν το μυαλό μας “επί ασπαλάθων” και να μας συνεπάρουν στην δίνη της μουσικής τους. Με το κοινό να παραληρεί στην μορφή τους και μόνο ξεκίνησαν να παίζουν το σχετικά καινούργιο κομμάτι τους “Mt.Abraxas”. Ό,τι κομμάτι επέλεξαν για το setlist τους ήταν εξαιρετικά εκτελεσμένο. Καλύπτοντας κάθε γούστο, έπαιξαν κομμάτια από όλους τους δίσκους τους – ακόμα και από το “Vol.1” (!!!). Το τρίτο στην σειρά κομμάτι, αν δεν κάνω λάθος, ήταν το “Crystals Spiders”, το οποίο και απέδωσαν ακόμα πιο δυναμικό απ’ ότι αποτυπώνεται στο “Vol.1”. Κάθε fan της μπάντας θα μπορεί ν’ αναγνωρίσει την εξέλιξη και την αλλαγή των Uncle Acid από τον πρώτο τους δίσκο μέχρι και τον τελευταίο τους. Όπως αποδίδεται κάποια ιστορία στα albums τους έτσι υπάρχει και μια διαφορετική μουσική αλλαγή ανά album. Στο live οι Uncle Acid κατάφεραν να φέρουν όλη αυτή την μουσική ποικιλία των κομματιών σε ένα αρμονικό σύνολο, το οποίο και μας συνεπήρε. Κάθε λεπτό που περνούσε μας επιβεβαίωσαν το πόσο αυθεντικοί και επαγγελματίες είναι σε αυτό που κάνουν. Λίγες μπάντες ακολουθούν το αρχέτυπο των Uncle Acid και ακόμα λιγότεροι μπορούν να φθάσουν αυτό που κατάφερε αυτή η μπάντα, δηλαδή να αναβιώσει την χρυσή εποχή του “τρόμου” και να την φέρει σε συνάρτηση με την ένταση και τον ενθουσιασμό που προσέφερε η μουσική κάποτε, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Με ένα δυνατό αλλά ολίγον σύντομο setlist οι Uncle Acid μας αποχαιρέτησαν αφήνοντας το “σημάδι” τους και αυτοί στο An Club.
Λίγα και απλά λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν την βραδιά. Σε κάθε άτομο μέσα στο An Club εκείνη την ημέρα αυτό το live θα έχει αποτυπωθεί διαφορετικά αλλά σίγουρα ως μια υπέροχη ανάμνηση. Εύχομαι να ακολουθήσουν σύντομα και άλλες τέτοιες συναυλίες, διότι αποτελούν, πραγματικά, γνήσιες μουσικές εμπειρίες.
Και όπως λέει και το τραγούδι τους ελπίζουμε “…to scream over and over again…” για τους Uncle Acid.