Ποτέ δεν χώνεψα την Βραζιλία. ΟΚ, για να μη λέμε και μπούρδες, ποτέ δεν χώνεψα την Εθνική Βραζιλίας και την νοοτροπία των Βραζιλιάνων ποδοσφαιριστών. Από όταν ήμουν 13 χρονώ και διάβαζα Αλμανάκο όπου και την αντιμετώπιζαν σαν την πεμπτουσία του ποδοσφαίρου, έμαθα να μισώ την κιτρινοπράσινη φανέλα σαν τα κρίματά μου. Όσο λοιπόν και να χάρηκα με την χτεσινή 7άρα – αυτά γράφονται πρωί Τετάρτης – δε μπορώ να μην παραδεχτώ ότι το live Sepultura ήταν μια τελείως διαφορετική υπόθεση…
Ανταπόκριση: Μανώλης Ροδοκανάκης / Φωτογραφίες: Έλενα Πατσουράκου (περισσότερες φωτογραφίες εδώ)
Πρώτα – πρώτα ήταν ένα καθαρό και τίμιο live. ΟΚ, δε ξέρω αν απλά γίνομαι γέρο-παράξενος σε αυτό, οπότε δε θα επιμείνω πολύ και θα το καταχωρήσω σαν προσωπική άποψη και τίποτα παραπάνω, αλλά πλέον τα πολλά support σχήματα σε μη festibalικές συνθήκες κάπου με κουράζουν και με αποσυντονίζουν. Εδώ τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα, πλήρωνες για να δεις Sepultura, και έβλεπες Sepultura. Μόνο. Έτσι όταν το ρολόι έδειξε 22:00, η τετράδα από την Βραζιλία ανέβηκε χωρίς πολλές φανφάρες στην σκηνή και έβαλε μπρος. Με ένα 90λεπτο πάνω κάτω σετ που έπιανε από την τελευταία κυκλοφορία τους μέχρι τις χρυσές εποχές των Cavalera, εμένα προσωπικά δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να με κερδίσουν.
Δε ξέρω πώς θα έπρεπε να λέγονται και αν είναι καλύτεροι οι χειρότεροι από τους Soulfly, αλλά εγώ την Πέμπτη το βράδυ στο Stage Volume 1 – το οποίο όσο το επισκέπτομαι, τόσο με κερδίζει σαν χώρος παρεμπιπτόντως – είδα μια απίστευτα δεμένη και ρυθμική μπάντα που χωρίς πολλά λόγια απέδωσε σαν μια καλοζυγισμένη μπουνιά στη μούρη. Ο Derrick Green είναι γίγαντας και απόλυτα ψαρωτικός, είτε γκαρίζει πίσω από το μικρόφωνο είτε υποβοηθά το ρυθμικό πανδαιμόνιο καταπονώντας τα κρουστά, ο Kisser παραμένει ένας ικανότατος και πρωτότυπος κιθαρίστας, ενώ το ρυθμικό section είναι πραγματικά το κάτι άλλο, με τον 23άχρονο Casagrande να απειλεί να σπάσει τα τύμπανα σε κάθε χτύπημα.
Όλα άψογα λοιπόν; Σε γενικές γραμμές ναι. Αν έπρεπε να γκρινιάξω ντε και καλά για κάτι θα έλεγα ότι θα τους προτιμούσα live με δύο κιθάρες – ναι, είμαι ορκισμένος οπαδός των power trios, αλλά σε αυτό το είδος μουσικής θα προτιμούσα να είχα έναν ρυθμικό να κρατάει μονίμως μαζί με το μπάσο πίσω από τα leads. Αλλά όσο θυμάμαι το Roots και το Ratamahatta δεν μπορώ παρά να πω ότι οι λίγοι – απελπιστικά λίγοι – που τραβηχτήκαμε εκείνη την Πέμπτη μέχρι το Stage Volume 1, είχαμε την τύχη να δούμε μία μπάντα όπου όλοι – όλοι! – παίζανε σαν κρουστοί. Ακόμα και η φωνή. Μην πω κυρίως αυτή…
Κλείνοντας, σκόπευα να γράψω πάλι καμιά εξυπνάδα για την τσόντα χτες, τύπου “πάλι καλά που δεν ήταν ο ημιτελικός πριν το live, να ακούσουμε τους Sepultura να παίζουν blues”, αλλά θα περιοριστώ να πω ότι κατευθυνόμενος προς τον σταθμό, πέρασα από μία από αυτές τις μπάντες με τα κρουστά στην πλατεία και δεν μπόρεσα να μην χαμογελάσω συγκαταβατικά…
ΥΓ: Προς τον θηριώδη ημίγυμνο τύπο με το tattoo Beneath the Remains στην πλάτη, ο οποίος μετά το τέλος του live μου έδωσε μια πένα του Kisser: Σε περίπτωση που το διαβάζεις αυτό, σε ευχαριστώ πολύ αδερφέ!!